πολύκλεπτος

πολύκλεπτος
-ον, Μ
1. πολύ επιρρεπής στον κλοπή
2. πολύ πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλεπτος (< κλέπτω), πρβλ. ά-κλεπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”